- θηρεύσαι
- θηρεύσᾱͅ , θηράωhuntpres part act fem dat sg (epic doric ionic)θηρεύσαῑ , θηρεύωhuntaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηρεῦσαι — θηράω hunt pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) θηρεύω hunt aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερευτής — (nyctereutes procyonoides). Θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών της τάξης των σαρκοφάγων. Λέγεται και βιβερρίδης ή μοσχαγαλίδης σκύλος, γιατί το επίμηκες σώμα του μοιάζει με τις μοσχογαλές ή βιβέρες, αν και η γενική εμφάνιση και η συμπεριφορά… … Dictionary of Greek